- δισανθρακικά
- Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία μόνο ένα άτομο υδρογόνου έχει αντικατασταθεί από ένα σθένος ενός μετάλλου. Είναι άλατα που εμφανίζουν αστάθεια στη θερμότητα· όταν θερμανθούν μετατρέπονται σε ανθρακικά. Το δισανθρακικό νάτριο (όξινο ανθρακικό νάτριο) έχει ευρεία εφαρμογή στη βιομηχανία· στην ιατρική χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της γαστρικής υπεροξύτητας και στην παρασκευή κόνεων που αφρίζουν.
Dictionary of Greek. 2013.